- λουτρόν
- 3067 λουτρόν{сущ., 2}купальня, купание, омовение, баня (Еф. 5:26; Тит. 3:5).*▲ ключ.сл.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
λουτρόν — bath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοετροῖο — λουτρόν bath neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοετροῖς — λουτρόν bath neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοετροῦ — λουτρόν bath neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοετρά — λουτρόν bath neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοετρῶν — λουτρόν bath neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοετρῷ — λουτρόν bath neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοετρόν — λουτρόν bath neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτροῖο — λουτρόν bath neut gen sg (epic) λουτρόομαι bathe pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτροῖς — λουτρόν bath neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουτροῖσι — λουτρόν bath neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)